- απαλλοτριώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, μεταβιβάζω σ' άλλον την κυριότητα κάποιου ακίνητου χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη: Το κράτος απαλλοτρίωσε ένα μέρος από τα μοναστηριακά κτήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.